Γεννήθηκε στο χωριό Μάμμαρι, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 18 Ιανουαρίου 1935.
Φονεύθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1958 σε περιοχή του Αγρού, σε ενέδρα που του έστησαν Άγγλοι στρατιώτες.
Γονείς : Γεώργιος και Αναστασία Ροτσίδη
Αδέλφια : Λοΐζος, Ανδρέας, Ειρήνη και Πολύμνια
Ο Σάββας Ροτσίδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και τη Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία. Εργαζόταν στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία ως λογιστής και μετά ως αποθηκάριος στο μεταλλείο Μιτσερού. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από την αρχή του αγώνα, συνεργαζόμενος με τις ανταρτικές ομάδες Πιτσιλιάς. Στις 18 Νοεμβρίου 1955 πήρε μέρος στη δεύτερη επιχείρηση του τομέα Πιτσιλιάς, την επίθεση εναντίον της φρουράς των εκρηκτικών υλών του μεταλλείου Μιτσερού. Το μεταλλείο Μιτσερού ήταν η κύρια πηγή εφοδιασμού της ΕΟΚΑ με δυναμίτιδα.
Τον Οκτώβριο του 1956 συνελήφθη και κακοποιήθηκε βάναυσα από τους Άγγλους, επειδή βρέθηκαν στην κατοχή του δυο περίστροφα. Παραπλανητικά ενεργώντας, κατάφερε να οδηγηθεί από τους ανακριτές του στην ορεινή περιοχή του χωριού Άγιος Επιφάνιος, για να τους υποδείξει δήθεν το κρησφύγετο των συνεργατών του και, αφού τους εξαπάτησε, κατόρθωσε να διαφύγει. Πέρασε από το σπίτι του, όπου του περιποιήθηκε τις πληγές η μητέρα του, προτού κρυβεί. Ο Διγενής έδωσε εντολή στους συνεργάτες του να είναι προσεκτικοί στην επανασύνδεσή τους μαζί του, μέχρι που να διαπιστωθεί ότι ο τρόπος της απόδρασής του ήταν έντιμος. Ο Ροτσίδης έμεινε λίγους μήνες στην αφάνεια κρυβόμενος από συναγωνιστές του, αρχικά στην περιοχή της Μόρφου και στη συνέχεια στα χωριά Άγιος Ιωάννης Μαλούντας, Παλαιχώρι και Πολύστυπος. Με την επανασύνδεσή του με τις ανταρτικές ομάδες της Πιτσιλιάς πήρε μέρος σε πολλές επιθέσεις εναντίον των Άγγλων.
Στις 25 Νοεμβρίου 1958 ο Ροτσίδης πήγε σε πηγή με το συναγωνιστή του Ρογήρο Σιηπιλλή, για να πάρουν νερό στο κρησφύγετό τους, στην περιοχή "Σκουρή" του Αγρού. Εκεί ενέπεσαν σε ενέδρα των Άγγλων, που παραβίασαν την υφιστάμενη τότε εκεχειρία. Ο Ροτσίδης σκοτώθηκε και ο συναγωνιστής του κατόρθωσε να διαφύγει βαριά τραυματισμένος. Ο Ροτσίδης είναι ο τελευταίος αντάρτης νεκρός του Αγώνα.
Οι γονείς του τον έντυσαν με γαμπρικό κοστούμι στο Σανατόριο της Κυπερούντας, απ' όπου τον παρέλαβαν μετά το θάνατό του και, δεχόμενοι στο σπίτι τους το πλήθος του κόσμου που μαζεύτηκε από όλη την Κύπρο να τον αποχαιρετήσει, παράγγειλαν να κτυπήσουν αναστάσιμα οι καμπάνες και πρόσφεραν κουραμπιέδες.
Πηγή: ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΟΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου